- κυνόμαζον
- κυνόμαζονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνόμαζον — κυνόμαζον, τὸ (Α) το φυτό χαμαιλέων ο μέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + μαζον (< μαζός, άλλος τ. τού μαστός «στήθος»)] … Dictionary of Greek
κυνόμαχον — κυνόμαχον, τὸ (Α) το κυνόμαζον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού κυνόμαζον*] … Dictionary of Greek
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek